ἀριστοποιέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀριστοποιέω < ἄριστ(ον) (πρόγευμα ή δείπνο) + -ο- + -ποιέω
Δε σχετίζεται με το ἄριστος.

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀριστοποιέω / ἀριστοποιῶ [ᾱ] συνήθως στη μέση φωνή

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἄριστον

Πηγές[επεξεργασία]