ἀρμολογέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρμολογέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀρμολογέω - ἀρμολογῶ (συνηρημένο)

  1. ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω
  2. τακτοποιώ, οργανώνω


Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]