ἀρτοπώλισσα
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρτοπώλισσα < αρχαία ελληνική ἀρτοπώλης + -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρτοπώλισσα θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀρτοπώλισσα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)