ἀρτοσιτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀρτοσιτέω - ἀρτοσιτῶ (συνηρημένο)
- τρώω σταρένιο ψωμί, ενώ για το κριθαρένιο έλεγαν ἀλφιτοσιτέω