ἀρχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρχή < ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ἀρχή θηλυκό
- εξουσία, κράτος, ανώτερη διοικητική θέση, υπούργημα
- Διὸς ἀρχά
- ἀρχή ἄνδρα δείξει (η εξουσία δείχνει την ποιότητα του άνδρα)
- απαρχή
- εἴρηται, τὸ μὴ ἅμα ἀρχῇ πᾶν τέλος καταφαίνεσθαι (λένε πως η αρχή δεν αποκαλύπτει το τέλος ενός πράγματος)
- πρωταρχικό στοιχείο της φιλοσοφίας
- Ἡράκλειτος τὴν ἀρχήν εἶναί φησι ψυχήν
- Ἀρχή παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις (Αρριανός, Επικτήτου Διατριβαί, αναφερόμενος στον Αντισθένη[1])
- αφορμή, αιτία
- αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι
- πρώτα από όλα, κυρίως, κατ' αρχήν, πρωτίστως
- ἀρχήν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι... - πρωτίστως εγώ θα βρω τρόπο να...
- ἐξ ἀρχῆς και κατ᾽ ἀρχάς (επιρρηματικά)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
References[επεξεργασία]
- ↑ «Ἀντισθένης δ' οὐ λέγει; καὶ τίς ἐστιν ὁ γεγραφὼς ὅτι "ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις" ; » Αρριανός, Επικτήτου Διατριβαί αναφερόμενος στον Αντισθένη