Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀρχαιοπινής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αρχαιοπινής

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀρχαιοπινής τὸ ἀρχαιοπινές
      γενική τοῦ/τῆς ἀρχαιοπινοῦς τοῦ ἀρχαιοπινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀρχαιοπινεῖ τῷ ἀρχαιοπινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀρχαιοπιν τὸ ἀρχαιοπινές
     κλητική ! ἀρχαιοπινές ἀρχαιοπινές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀρχαιοπινεῖς τὰ ἀρχαιοπιν
      γενική τῶν ἀρχαιοπινῶν τῶν ἀρχαιοπινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀρχαιοπινέσ(ν) τοῖς ἀρχαιοπινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀρχαιοπινεῖς τὰ ἀρχαιοπιν
     κλητική ! ἀρχαιοπινεῖς ἀρχαιοπιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀρχαιοπινεῖ τὼ ἀρχαιοπινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀρχαιοπινοῖν τοῖν ἀρχαιοπινοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀρχαιοπινής (ελληνιστική κοινή) < ἀρχαιο- + πίν(ος) + -ής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀρχαιοπινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

  1. που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
  2. (μεταφορικά) που έχει αρχαϊκό ύφος