ἀσθενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασθενής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀσθενής τὸ ἀσθενές
      γενική τοῦ/τῆς ἀσθενοῦς τοῦ ἀσθενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀσθενεῖ τῷ ἀσθενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσθεν τὸ ἀσθενές
     κλητική ! ἀσθενές ἀσθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσθενεῖς τὰ ἀσθεν
      γενική τῶν ἀσθενῶν τῶν ἀσθενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσθενέσ(ν) τοῖς ἀσθενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσθενεῖς τὰ ἀσθεν
     κλητική ! ἀσθενεῖς ἀσθεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσθενεῖ τὼ ἀσθενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀσθενοῖν τοῖν ἀσθενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσθενής < ἀ- + σθέν(ος) + -ής

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀσθενής, -ή, -ές

  1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, ανίσχυρος, άτονος
  2. (ως προς την περιουσία) αδύναμος, φτωχός, άπειρος
  3. ασήμαντος
  4. (για ποτάμια) μικρός, μηδαμινός (που έχει λίγο νερό)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ασθεν- 

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]