ἀσιτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀσιτέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀσιτέω - ἀσιτῶ (συνηρημένο)
- απέχω από το φαγητό, νηστεύω
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.5) @scaife.perseus
- Ὁ δὲ λέων σαρκοφάγον μέν ἐστιν, ὥσπερ καὶ τἆλλα ὅσα ἄγρια καὶ καρχαρόδοντα, τῇ δὲ βρώσει χρῆται λάβρως, καὶ καταπίνει πολλὰ ὅλα οὐ διαιρῶν, εἶθ’ ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς ἀσιτεῖ· δύναται γὰρ διὰ τὸ ὑπερπληροῦσθαι.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.5) @scaife.perseus
- (ιατρική) δεν έχω όρεξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀσιτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσιτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.