ἀσιτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσιτέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀσιτέω - ἀσιτῶ (συνηρημένο)

  1. απέχω από το φαγητό, νηστεύω
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.5) @scaife.perseus
    Ὁ δὲ λέων σαρκοφάγον μέν ἐστιν, ὥσπερ καὶ τἆλλα ὅσα ἄγρια καὶ καρχαρόδοντα, τῇ δὲ βρώσει χρῆται λάβρως, καὶ καταπίνει πολλὰ ὅλα οὐ διαιρῶν, εἶθ’ ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς ἀσιτεῖ· δύναται γὰρ διὰ τὸ ὑπερπληροῦσθαι.
  2. (ιατρική) δεν έχω όρεξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]