ἀσκαρδάμυκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀσκαρδάμυκτος τὸ ἀσκαρδάμυκτον οἱ, αἱ ἀσκαρδάμυκτοι τὰ ἀσκαρδάμυκτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀσκαρδαμύκτου τοῦ ἀσκαρδαμύκτου τῶν ἀσκαρδαμύκτων τῶν ἀσκαρδαμύκτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀσκαρδαμύκτῳ τῷ ἀσκαρδαμύκτῳ τοῖς, ταῖς ἀσκαρδαμύκτοις τοῖς ἀσκαρδαμύκτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀσκαρδάμυκτον τὸ ἀσκαρδάμυκτον τοὺς, τὰς ἀσκαρδαμύκτους τὰ ἀσκαρδάμυκτα
Κλητική ἀσκαρδάμυκτε ἀσκαρδάμυκτον ἀσκαρδάμυκτοι ἀσκαρδάμυκτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀσκαρδαμύκτω
Γενική-Δοτική ἀσκαρδαμύκτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσκαρδάμυκτος < ἀ- + σκαρδαμύσσω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀσκαρδάμυκτος, -ος, -ον

  1. που βλέπει με σταθερό βλέμμα
  2. αναιδής
  3. ακαριαίος

Συγγενικά[επεξεργασία]