ἀσπαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσπαίρω < ἀ- ευφωνικό + σπαίρω (κινούμαι άτακτα, τρέμω, σφαδάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spʰer- (τινάζομαι, πηδώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀσπαίρω μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό

  1. (κυρίως για ανθρώπους που πεθαίνουν και ζώα) τραντάζομαι, τινάζομαι έντονα εξαιτίας δυνατών πόνων, ασθμαίνω, αγκομαχώ, σπαρταρώ
  2. αντιστέκομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]