ἀστήρ
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | ἀστήρ | ἀστέρες | |
Γενική | ἀστέρος | ἀστέρων | |
Δοτική | ἀστέρι | ἀστράσι(ν) | |
Αιτιατική | ἀστέρα | ἀστέρας | |
Κλητική | ἀστήρ | ἀστέρες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀστήρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀστήρ αρσενικό