ἀστατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. από φιλόλογο. ‑‑Sarri.greek  | 20:50, 6 Μαρτίου 2023 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀστατέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄστατ(ος) + -έω και δείτε θέματα με στᾰ- στο ἵστημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀστατέω / ἀστατῶ

  1. είμαι ασταθής, περιπλανιέμαι
  2. (μεταφορικά, για έγγαμο βίο) είμαι άστατος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἄστατος και ἵστημι

Πηγές[επεξεργασία]