ἀστεράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀστεράτος < ἀστέρ(ας), ἀστέρι < αρχαία ελληνική ἀστήρ + -άτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀστεράτος
- (για ζώα) που έχει άσπρο σημάδι στο μέτωπο
- ※ φαρίν ἐκαβαλίκευεν φιτυλόν, ἀστεράτον· ἔμπροσθεν εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχε
- ⌘ Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, Ζ 304, χειρόγραφο Grottaferrata
- ※ φαρίν ἐκαβαλίκευεν φιτυλόν, ἀστεράτον· ἔμπροσθεν εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀστήρ
- ἀστέρι
- ἀστερίσκος
- ἀστεροδρόμος
- και → δείτε τη μεσαιωνική λέξη ἀστέρας
Πηγές[επεξεργασία]
σελ.274, Τόμος Γ' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.