Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀσυρής

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀσυρής τὸ ἀσυρές
      γενική τοῦ/τῆς ἀσυροῦς τοῦ ἀσυροῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀσυρεῖ τῷ ἀσυρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσυρ τὸ ἀσυρές
     κλητική ! ἀσυρές ἀσυρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσυρεῖς τὰ ἀσυρ
      γενική τῶν ἀσυρῶν τῶν ἀσυρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσυρέσ(ν) τοῖς ἀσυρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσυρεῖς τὰ ἀσυρ
     κλητική ! ἀσυρεῖς ἀσυρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσυρεῖ τὼ ἀσυρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀσυροῖν τοῖν ἀσυροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀσυρής (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀσυρής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

[επεξεργασία]