ἀσυρής
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀσυρής | τὸ | ἀσυρές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀσυροῦς | τοῦ | ἀσυροῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀσυρεῖ | τῷ | ἀσυρεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀσυρῆ | τὸ | ἀσυρές | ||
| κλητική ὦ! | ἀσυρές | ἀσυρές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀσυρεῖς | τὰ | ἀσυρῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀσυρῶν | τῶν | ἀσυρῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀσυρέσῐ(ν) | τοῖς | ἀσυρέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀσυρεῖς | τὰ | ἀσυρῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀσυρεῖς | ἀσυρῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσυρεῖ | τὼ | ἀσυρεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσυροῖν | τοῖν | ἀσυροῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀσυρής (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀσυρής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- βδελυρός, αισχρός, ρυπαρός, ακόλαστος
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 18.55.7, @scaife.perseus
- τυχὼν δὲ διὰ ταῦτα μεγάλης ἀποδοχῆς καὶ περιουσίας ἐν τοῖς ἑξῆς χρόνοις, μετὰ ταῦτα προβαινούσης τῆς ἡλικίας ὁλοσχερῶς εἰς ἀσέλγειαν ἐξώκειλε καὶ βίον ἀσυρῆ.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.4.5, @scaife.perseus
- ἦν δέ τις κατʼ ἐκείνους τοὺς καιροὺς ἄνθρωπος ἀσυρὴς ἐν τῇ Μεσσήνῃ,
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 18.55.7, @scaife.perseus
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀσυρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)