ἀτιμάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτιμάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀτιμάω - ἀτιμῶ (συνηρημένο)

  1. ατιμάζω, διαφθείρω, μεταχειρίζομαι άσχημα
  2. περιφρονώ, απαξιώνω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]