ἀτλητέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτλητέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀτλητέω - ἀτλητῶ (συνηρημένο)

  1. δεν μπορώ να υποφέρω κάτι
  2. είμαι ανυπόμονος
  3. δεν αντέχω κάτι
    → δείτε παράθεμα στο ἀτλητῶν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]