ἀττικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀττικόν και Ἀττικὸν, ουστιαστικό και επίθετο
- (αρχιτεκτονική) το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το γείσο, το οποιοι στην αρχαιότητα αποτελούσε περίφραξη της ταράτσας και που κυρίως στα ρωμαϊκά χρόνια ογκώδη διάκοσμο (στη νεοελληνική το αττικό ως ουσιαστικό σημαίνει συχνά τη σοφίτα)
- ίσως φάρμακο, που πιθανόν παρασκευαζόταν μόνον στην Αθήνα ή ίσως εκεί αφθονούσε
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀττικόν
- το σχετικό με την Αττική (ποιο αναλυτικά στο Ἀττικός)