ἀτυζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀτυζόμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος ἀτύζομαι (το ενεργητικό ἀτύζω, ελληνιστικό)
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 184 (183-184)
- » […] ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
Ἀργείους παρὰ νηυσὶν ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ.»- » […] να καύσω τα καράβια τους κι εκείνους να φονεύσω, τους Αχαιούς κει που ο καπνός θα τους στενοχωρήσει»
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- » […] φωτιά φέρτε εξολοθρεύτρα, ώστε εγώ να κάψω τα πλοία και να σκοτώσω εκείνους στα πλοία δίπλα, τους Αργείους, μέσα στον καπνό πνιγμένους»
- Μετάφραση: Ιωάννης Ζερβός:Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Η-Μ, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1912)
- » […] να καύσω τα καράβια τους κι εκείνους να φονεύσω, τους Αχαιούς κει που ο καπνός θα τους στενοχωρήσει»
- » […] ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 184 (183-184)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ἀτύζω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀτύζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτύζομαι, ἀτύζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)