ἀφροδισιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀφροδισιαστικός < ἀφροδισιασμός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀφροδισιαστικός -ή -όν

  1. που αναφέρεται στη γενετήσια ηδονή
  2. που ρέπει προς τη γενετήσια ηδονή
  3. που αυξάνει τη διάθεση για ερωτική επαφή


Συνώνυμα[επεξεργασία]