ἀχορτασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀχορτασί αἱ ἀχορτασίαι
      γενική τῆς ἀχορτασίᾱς τῶν ἀχορτασιῶν
      δοτική τῇ ἀχορτασί ταῖς ἀχορτασίαις
    αιτιατική τὴν ἀχορτασίᾱν τὰς ἀχορτασίᾱς
     κλητική ! ἀχορτασί ἀχορτασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀχορτασί
γεν-δοτ τοῖν  ἀχορτασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀχορτασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀχορτασία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]