ἁβρύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁβρύνομαι < ποιητικό ελληνιστική του ἁβρύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἁβρύνομαι (α΄ πρόσωπο μέσου ενεστώτα)
  1. γίνομαι αβρός, μαλθακός
  2. ζω με αβρότητα, ίσως αλαζονικά
  3. με δοτική : ἁβρύνομαι τινί = υπερηφανεύομαι για κάτι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • στη μέση φωνή περισσότερο δόκιμος είναι ο παρατατικός τύπος: ἡβρυνόμην