ἁγιοδρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁγιοδρόμος < ελληνιστική ἅγιος + δρόμος (= αγώνας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἁγιοδρόμος αρσενικό

  • αυτός που διάγει ζωή με αγώνα αγιότητας