ἁμάμαξυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἁμάμαξυς < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἁμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό
- είδος σταφυλιού, αμπελιού
ἁμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό