ἁρμονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἁρμονία, αρμονία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁρμονί αἱ ἁρμονίαι
      γενική τῆς ἁρμονίᾱς τῶν ἁρμονιῶν
      δοτική τῇ ἁρμονί ταῖς ἁρμονίαις
    αιτιατική τὴν ἁρμονίᾱν τὰς ἁρμονίᾱς
     κλητική ! ἁρμονί ἁρμονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρμονί
γεν-δοτ τοῖν  ἁρμονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁρμονία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω) → δείτε και τις λέξεις ἁρμόζω και ἀραρίσκω [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἁρμονία θηλυκό

  1. (στον Όμηρο, ἁρμονίη) αρμός, αρμογή στις σανίδες πλοίου
  2. συμφωνία, ομοφωνία
  3. (μουσική) συμφωνία ήχων, (γενικά) ο μουσικός τόνος
    1. μουσικός τρόπος
      ἁρμανία Λυδία (ο λυδικός τρόπος)
    2. μέθοδος κουρδίσματος
  4. (προσωποποιημένο) → δείτε τη λέξη Ἁρμονία

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ἁρμον- 

Απόγονοι[επεξεργασία]

ἁρμονία (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: αρμονία
λατινικά: harmonia
παλαιά γαλλικά: harmonie
γαλλικά: harmonie
αγγλικά: harmony
ιταλικά: armonia
ισπανικά: armonia
και σε άλλες λατινογενείς γλώσσες
ρωσικά: гармония (garmonija)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    ΣτΕ: το συνδέει με λέξη ἅρμων, -ονος (ως ανθρωπωνύμιο Ἅρμων)

Πηγές[επεξεργασία]