ἁρμόζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁρμόζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί).

Ρήμα[επεξεργασία]

ἁρμόζω

  1. ενώνω, συνδέω, κάνω να χωρέσει
  2. αρραβωνιάζω
  3. κανονίζω, κυβερνάω, διοικώ
  4. αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]