Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἁρπάγιον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ἁρπάγιον
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἁρπάγιον τὰ ἁρπάγι
      γενική τοῦ ἁρπαγίου τῶν ἁρπαγίων
      δοτική τῷ ἁρπαγί τοῖς ἁρπαγίοις
    αιτιατική τὸ ἁρπάγιον τὰ ἁρπάγι
     κλητική ! ἁρπάγιον ἁρπάγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρπαγίω
γεν-δοτ τοῖν  ἁρπαγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁρπάγιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἁρπάγιον ουδέτερο