ἄκος

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από ἂκος)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄκος τὰ ἄκη - ἄκε
      γενική τοῦ ἄκους - ἄκεος τῶν ἀκῶν - ἀκέων
      δοτική τῷ ἄκει - ἄκεῐ̈ τοῖς ἄκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄκος τὰ ἄκη - ἄκεα
     κλητική ! ἄκος ἄκη - ἄκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄκει - ἄκεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀκοῖν - ἀκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄκος, -εος/ους ουδέτερο

  1. ίαση, θεραπεία, γιατρειά, ανακούφιση
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 481 (481-482)
    «οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ, | ὄφρα θεειώσω μέγαρον·
    • «Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου | και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι·
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    • «Φέρε θειάφι, γερόντισσα, θεραπεία των κακών, φέρε μου | και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι·
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 367 (365-367)
    οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι | ἐμῶν. τὸ κοινὸν δ᾽ εἰ μιαίνεται πόλις, | ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη.
    Δεν είστε ικέτες καθισμένοι στην εστία των δικώ μου σπιτιών. | κι αφού το μίασμα σ᾽ όλη την πόλη ᾽ναι να ᾽ρθει, | κοινή φροντίδα ας λάβει να βρει ο λαός τη γιατρειά·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 387
    ἄκος δὲ πᾶν μάταιον.
    κάθε πια γιατρειά είναι χαμένη.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας, Μαρμάρινη επιγραφή από την Αιγιάλη της Αμοργού. IG XII,7. @epigraphy.packhum.org
    ὃς πολλοῖς θνητῶν τειρομένοισι ν[όσοις]
    [ε]ὗρεν ἄκη, θανάτοιο δυσέλπιδος οἶτον ἀλ[έξων]·
    Μαιάνδρου δὲ πατρὸς τὴν ἀρετὴν ἔλα[χεν].
    Peter Allan Hansen, Carmina epigraphica Graeca: saeculi IV a.Chr.n. : CEG2, Τόμος 2, Berlin 1989, σελ. 125. @books.google.gr
  2. μέσο επιτυχίας, μέσο επίτευξης σκοπού
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1055 (1055-1056)
    σωτηρίας δὲ τοῦτ᾽ ἔχει τί νῶιν ἄκος; | παλαιότης γὰρ τῶι λόγωι γ᾽ ἔνεστί τις.
    Κι αυτό πώς θα μπορέσει να μας σώσει; | Παλιό το τέχνασμά σου και δεν πιάνει.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]