ἂντυξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἂντυξ < ανά + ρίζα τευχ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἂντυξ, θηλ. γενική -γος,

η περιφέρεια κάθε κυκλυκού σώματος:

  1. κύκλος που περιβάλλει την ασπίδα
  2. καμπύλη ή ράβδος
  3. ο κύκλος της ρόδας του άρματος
  4. η τροχιά του πλανήτη.
«οὐ πάνυ ἀπρὶξ ἐχομένους τῆς ἄντυγος». Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία «Η απόκαρσις του Ψελλού 6.193».