ἄγγελος
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄγγελος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγγελος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄγγελος, ή, ό
- όπως νέα ελληνικά άγγελος
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
αγγελ-
αγγελ-
- Ἄγγελος
- ἀγγελάκι (υποκοριστικό)
- ἀγγελικάτος
- ἀγγελικοπρόσωπος
- ἀγγελικός
- ἀγγελικῶς
- ἀγγέλισσα
- ἀγγελο- & Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀγγελο- στο Βικιλεξικό
- ἀγγελόφρων
- ἀρχαγγελικός
- ἀρχάγγελος
- → και δείτε τη λέξη ἀγγέλλω
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ.28, Τόμος 1ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄγγελος | οἱ | ἄγγελοι |
γενική | τοῦ | ἀγγέλου | τῶν | ἀγγέλων |
δοτική | τῷ | ἀγγέλῳ | τοῖς | ἀγγέλοις |
αιτιατική | τὸν | ἄγγελον | τοὺς | ἀγγέλους |
κλητική ὦ! | ἄγγελε | ἄγγελοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγέλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγέλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄγγελος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο αναγγέλλων κάτι, ο αγγελιαφόρος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
- ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
- Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος, | δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
- (ελληνιστική σημασία) ο άγγελος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
αγγελ-
αγγελ-
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀγγελία
- ἀγγελικός
- ἀγγελιώτης
- ἄγγελμα
- εὐαγγέλιον
- → και δείτε τη λέξη ἀγγέλλω
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄγγελος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄγγελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγγελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)