ἄγγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγγος < ἀγκή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄγγος ουδέτερο, γενική ἄγγεος, ἄγγους

  1. αγγείο για κρασί ή γάλα ή στερεές ουσίες
  2. λίκνο, κούνια
  3. κιβώτιο, λάρναξ
  4. πίθος
  5. (συνεκδοχικά) κοιλότητα του σώματος, π.χ. μήτρα ή στομάχι

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883