ἄγγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄγγος < ἀγκή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄγγος ουδέτερο, γενική ἄγγεος, ἄγγους
- αγγείο για κρασί ή γάλα ή στερεές ουσίες
- λίκνο, κούνια
- κιβώτιο, λάρναξ
- πίθος
- (συνεκδοχικά) κοιλότητα του σώματος, π.χ. μήτρα ή στομάχι
Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883