ἄγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀγκεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἄγκος | τὰ | ἄγκη - ἄγκεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἄγκους - ἄγκεος | τῶν | ἀγκῶν - ἀγκέων | |
δοτική | τῷ | ἄγκει - ἄγκεῐ̈ | τοῖς | ἄγκεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἄγκος | τὰ | ἄγκη - ἄγκεα | |
κλητική ὦ! | ἄγκος | ἄγκη - ἄγκεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄγκει - ἄγκεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγκοῖν - ἀγκέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄγκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énkos (καμπή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄγκος ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μισγάγκεια
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄγκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γεωγραφία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)