ἄγρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄγρευμα < ἀγρεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄγρευμα-ατος ουδέτερο

  1. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, το θήραμα, αλλά και αυτό που συλλέγεται (π.χ. τα λουλούδια)
  2. τα μέσα σύλληψης του θηράματος (π.χ. τα κυνηγόσκυλα, το δίχτυ), αλλά και τα μέσα παγίδευσης ανθρώπων (σαν το δίχτυ που έρριξαν στον Αγαμέμνονα)