Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄγυρις

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄγυρις < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἀγείρω. Σε σύνθεση: -ήγυρις με έκταση του αρκτικού ⟨ἀ⟩

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄγυρις θηλυκό (γενική: ἀγύριος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]