ἄγχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγχω < θέμα ἀγχ- όπως και ἄγχι (κοντά,πλησίον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ-

Ρήμα[επεξεργασία]

ἄγχω

  1. πιέζω
  2. αγκαλιάζω
    • (στην πάλη)
  3. πνίγω, στραγγαλίζω
    τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων
  4. (μεταφορικά) πιέζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

σύνθετα του ρήματος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά:

Πηγές[επεξεργασία]