ἄγχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἄγχω < θέμα ἄγχ- συγγενές του ἄγχι (πλησίον)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἄγχω
- πιέζω
- αγκαλιάζω
- (στην πάλη)
- πνίγω, στραγγαλίζω
- τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων
- (μεταφορικά) πιέζω
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 17