ἄγων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀ˘γοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἄγων | ἡ | ἄγουσᾰ | τὸ | ἄγον | |
γενική | τοῦ | ἄγοντος | τῆς | ἀγούσης | τοῦ | ἄγοντος | |
δοτική | τῷ | ἄγοντῐ | τῇ | ἀγούσῃ | τῷ | ἄγοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | ἄγοντᾰ | τὴν | ἄγουσᾰν | τὸ | ἄγον | |
κλητική ὦ! | ἄγων | ἄγουσᾰ | ἄγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἄγοντες | αἱ | ἄγουσαι | τὰ | ἄγοντᾰ | |
γενική | τῶν | ἀγόντων | τῶν | ἀγουσῶν | τῶν | ἀγόντων | |
δοτική | τοῖς | ἄγουσῐ(ν) | ταῖς | ἀγούσαις | τοῖς | ἄγουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | ἄγοντᾰς | τὰς | ἀγούσᾱς | τὰ | ἄγοντᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄγοντες | ἄγουσαι | ἄγοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄγοντε | τὼ | ἀγούσᾱ | τὼ | ἄγοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγόντοιν | τοῖν | ἀγούσαιν | τοῖν | ἀγόντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
ἄγων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τάσσων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχων' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)