ἄδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄδικος | τὸ ἄδικον | οἱ, αἱ ἄδικοι | τὰ ἄδικα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀδίκου | τοῦ ἀδίκου | τῶν ἀδίκων | τῶν ἀδίκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀδίκῳ | τῷ ἀδίκῳ | τοῖς, ταῖς ἀδίκοις | τοῖς ἀδίκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄδικον | τὸ ἄδικον | τοὺς, τὰς ἀδίκους | τὰ ἄδικα |
Κλητική | ἄδικε | ἄδικον | ἄδικοι | ἄδικα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀδίκω | |||
Γενική-Δοτική | ἀδίκοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄδικος, -ος, -ον παραθετικά: ἀδικώτερος, αδικώτατος
- που αδικεί
- που είναι άδικος, κάτι που δεν είναι δίκαιο
- απείθαρχος (για άλογα κ.λπ.)
- βλαβερός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἄδικος ἡμέρα : η μέρα κατά την οποία έχουν αργία τα δικαστήρια
- ἄδικος πλοῦτος : περιουσία που αποκτήθηκε με άδικα μέσα
- ἄδικος λόγος :
- ἀδίκων χειρῶν ἄρχω : αρχίζω πρώτος κάτι αρνητικό (καβγά, διαφωνία, αδικία)
- δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ : θέλω να βρω το δίκιο μου (το δίκαιο στην αδικία που μου έκαναν)
[επεξεργασία]
- ἀδικέω
- ἀδίκως
- ἀδικία
- ἀδίκημα
- ἀδικητέον δει αδικείν
- ἀδικητικός
- ἀδικίου (τύπος μόνον σε γενική για έγγραφη καταγγελία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἄδικος» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «ἄδικος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἄδικος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.