ἄεθλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄεθλον | τὰ | ἄεθλᾰ |
γενική | τοῦ | ἀέθλου | τῶν | ἀέθλων |
δοτική | τῷ | ἀέθλῳ | τοῖς | ἀέθλοις |
αιτιατική | τὸ | ἄεθλον | τὰ | ἄεθλᾰ |
κλητική ὦ! | ἄεθλον | ἄεθλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀέθλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀέθλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄεθλον ουδέτερο
- επικός τύπος του ἆθλον
- ιωνικός τύπος του ἆθλον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Ιωνική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)