ἄθαφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄθαφτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄθαπτος με τροπή [pt] > [ft]
- ἄθαφτος > νέα ελληνικά : άθαφτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄθαφτος