Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄθλιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: άθλιος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄθλιος ἀθλί
& ἄθλιος
τὸ ἄθλιον
      γενική τοῦ ἀθλίου τῆς ἀθλίᾱς
& ἀθλίου
τοῦ ἀθλίου
      δοτική τῷ ἀθλί τῇ ἀθλί
& ἀθλί
τῷ ἀθλί
    αιτιατική τὸν ἄθλιον τὴν ἀθλίᾱν
& ἄθλιον
τὸ ἄθλιον
     κλητική ! ἄθλιε ἀθλί
& ἄθλιε
ἄθλιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄθλιοι αἱ ἄθλιαι
& ἄθλιοι
τὰ ἄθλι
      γενική τῶν ἀθλίων τῶν ἀθλίων
& ἀθλίων
τῶν ἀθλίων
      δοτική τοῖς ἀθλίοις ταῖς ἀθλίαις
& ἀθλίοις
τοῖς ἀθλίοις
    αιτιατική τοὺς ἀθλίους τὰς ἀθλίᾱς
& ἀθλίους
τὰ ἄθλι
     κλητική ! ἄθλιοι ἄθλιαι
& ἄθλιοι
ἄθλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀθλίω τὼ ἀθλί
& ἀθλίω
τὼ ἀθλίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀθλίοιν τοῖν ἀθλίαιν
& ἀθλίοιν
τοῖν ἀθλίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄθλιος < ἄεθλον / ἆθλον + -ιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄθλιος, -α/-ος, -ον, συγκριτικός: ἀθλιώτερος, υπερθετικός:  ἀθλιώτατος

  1. αττικός τύπος του ἀέθλιος
    1. δυστυχής, ταλαίπωρος
        οἰκτρὰ σύ, τέκνον, ἀθλία δ’ ἐγὼ γυνή (Ευριπίδης, Εκάβη, 417)
    2. άθλιος
    3. επώδυνος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ἄεθλον