ἄθυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄθυρος < στερητικό α- + θύρα

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄθυρος

  1. που δεν έχει πόρτα
  2. (μεταφορικά) που δεν εμποδίζεται, που είναι ασυγκράτητος, χωρίς όρια

Παράγωγα[επεξεργασία]