ἄκανθα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀ˘κανθα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἄκανθᾰ | αἱ | ἄκανθαι | |
γενική | τῆς | ἀκάνθης | τῶν | ἀκανθῶν | |
δοτική | τῇ | ἀκάνθῃ | ταῖς | ἀκάνθαις | |
αιτιατική | τὴν | ἄκανθᾰν | τὰς | ἀκάνθᾱς | |
κλητική ὦ! | ἄκανθᾰ | ἄκανθαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκάνθᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκάνθαιν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄκανθα, ήδη ομηρικό < πιθανές εκδοχές: [1]
- ἀκ- + ἄνθος, συμφυρμός των ἀκή + ἄνθος
- πιθανόν *ἀκαν-ανθα < ἄκανος + ἄνθος (απλολογία)
- ή προελληνικής προέλευσης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄκανθα, -ης θηλυκό
- άκανθα, αγκάθι
- (φυτό) ακανθώδες φυτό
- ακανθώνας, τόπος γεμάτος αγκαθωτά φυτά
- (φυτό) γαϊδουράγκαθο
- μυτερή, λεπτή και σκληρή προεξοχή (όπως οστού)
- τα λεπτά οστά του ψαροκόκαλου, η σπονδυλική στήλη των ψαριών ή των ερπετών
- (μεταφορικά) ακανθώδη ζητήματα, δυσκολίες
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ἀκανθ-
ἀκανθ-
- ἀφυλλάκανθος
- ἀκανθέα
- ἀκανθές
- ἀκανθεών
- ἀκανθήεις
- ἀκανθηλή
- ἀκανθηρός
- ἀκανθίας
- ἀκανθικός
- ἀκάνθινος
- ἀκάνθιον
- ἀκανθίς
- ἀκανθίων
- ἀκανθοβάτης
- ἀκανθοβόλος
- ἀκανθοφάγος
- ἀκανθοφορέω
- ἀκανθοφόρος
- ἀκανθοφυέω
- ἀκανθόφυλλος
- ἀκανθολάβος
- ἀκανθολόγος
- ἀκανθόνωτος
- ἀκανθόομαι
- ἀκανθοπλήξ
- ἄκανθος
- ἀκανθοστεφής
- ἀκανθόχοιρος
- ἀκανθυλλίς
- ἀκανθώδης
- ἀκανθών
- ἀμφάκανθος
- ἀνάκανθος
- ἀρσενάκανθον
- ἐξακανθίζω
- ἐξακανθόομαι
- ἐνάκανθος
- ἐπακανθίζω
- ἑρπάκανθα
- κυνάκανθα
- λευκάκανθα
- μονάκανθος
- μυάκανθος
- μυράκανθος
- μυρρινάκανθος
- μυρτάκανθος
- ὀξυάκανθα
- ὀρθάκανθος
- παρακανθίζω
- περικαρπιάκανθος
- πολυάκανθος
- πτορθάκανθος
- πυξάκανθα
- πυράκανθα
- ῥοδάκανθα
- συκαμινοακάνθινος
- τραγάκανθα
- φιλακανθίς
- φυλλάκανθος
- χονδράκανθος
- ψαλάκανθα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ἄκανθα - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄκανθα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκανθα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Συμφυρμοί (αρχαία ελληνικά)
- Απλολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)