ἄκοσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άκοσμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄκοσμος τὸ ἄκοσμον οἱ, αἱ ἄκοσμοι τὰ ἄκοσμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀκόσμου τοῦ ἀκόσμου τῶν ἀκόσμων τῶν ἀκόσμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀκόσμῳ τῷ ἀκόσμῳ τοῖς, ταῖς ἀκόσμοις τοῖς ἀκόσμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄκοσμον τὸ ἄκοσμον τοὺς, τὰς ἀκόσμους τὰ ἄκοσμα
Κλητική ἄκοσμε ἄκοσμον ἄκοσμοι ἄκοσμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀκόσμω
Γενική-Δοτική ἀκόσμοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄκοσμος < ἀ- + κόσμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄκοσμος, -ος, -ον