ἄκρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άκρα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄκρα < ἄκρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄκρα θηλυκό

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἄκρα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἄκρα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἄκρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἄκρος