ἄλλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ἄλλως (τροπικό)
- αλλιώς, με διαφορετικό τρόπο
- διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]εκφράσεις
[επεξεργασία]Άπιστον ταῖς πολιταίες ἡ τυραννίς, ἄλλως τε κἄν ὅμορον (γειτονική) χώραν ἔχουσι.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]είναι και μόριο γιατί μερικές φορές σημαίνει εκτός απ΄ αυτό ή γενικά ή απλά ακόμα και μάλιστα, όταν συνοδεύεται από συμπλεκτικό τε.