ἄλλως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άλλως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἄλλως (τροπικό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

εκφράσεις

[επεξεργασία]

Άπιστον ταῖς πολιταίες ἡ τυραννίς, ἄλλως τε κἄν ὅμορον (γειτονική) χώραν ἔχουσι.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

είναι και μόριο γιατί μερικές φορές σημαίνει εκτός απ΄ αυτό ή γενικά ή απλά ακόμα και μάλιστα, όταν συνοδεύεται από συμπλεκτικό τε.