ἄμβυξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αμβῠκ-
ονομαστική ἄμβυξ οἱ ἄμβυκες
      γενική τοῦ ἄμβυκος τῶν ἀμβύκων
      δοτική τῷ ἄμβυκ τοῖς ἄμβυξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄμβυκ τοὺς ἄμβυκᾰς
     κλητική ! ἄμβυξ ἄμβυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄμβυκε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄμβυξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄμβυξ αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]