ἄμμες
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]ἄμμες
- (προσωπική αντωνυμία) επικός και λεσβιακός τύπος του ἡμεῖς, α΄ πρόσωπο ονομαστική πληθυντικού του ἐγώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ἡμεῖς (αττικός τύπος )
- ᾱ̔μές (βοιωτικός και δωρικός τύπος )