ἄντλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄντλος αρσενικό

  1. το αμπάρι πλοίου
    ὅπλα τε πάντα // εἰς ἄντλον κατέχυνθʼ - καὶ τʼ ἄρμενα ὀλα στʼ αμπάρι πέταξε (Οδύσσεια, μ 411)
  2. το νερό που μαζεύεται στο αμπάρι ενός πλοίου
  3. πλημμύρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]