ἄνυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄνυσμα < αρχαία ελληνική ἀνύω (= επιτελώ, περαιώνω, -→ διανύω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄνυσμα ουδέτερο
μαθ.→ η ευθεία γραμμή (αρχή, πέρας, μήκος διανύσματος) που απολήγει σε αιχμή βέλους κν άνυσμα και χρησιμοποιείται για συνθηματική παράσταση του μεγέθους και της διεύθυνσης μιας δύναμης.