Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄορ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
      γενική τοῦ ἄορος τῶν ἀόρων
      δοτική τῷ ἄορ τοῖς ἄορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
     κλητική ! ἄορ ἄορ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀόροιν
Και αιτιατική πληθυντικού, αρσενικό «τοὺς ἄορας».
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἄορ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄορ < ἀείρω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄορ ουδέτερο

  1. (οπλισμός) ξίφος (περασμένο σε ζώνη)
  2. (κατ’ επέκταση) όπλο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]