Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄπειμι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ἄπειμι < (ἀπό) ἄπ- + εἰμί

ἄπειμι

  • είμαι μακριά, είμαι σε απόσταση, είμαι απών

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ἄπειμι < (ἀπό) ἄπ- + εἶμι

ἄπειμι